- επείσακτος
- ἐπείσακτος, -ον (Α) [επεισάγω]1. αυτός που εισάγεται ή προέρχεται απ' έξω, από άλλη χώρα(«ἐπείσακτος σῑτος»«εἶναί φασι τὰς Ἀθήνας αὐτόχθονας οὐκ ἐπείσακτον γένος», Ευρ.)2. αυτός που εισέρχεται από τον εξωτερικό κόσμο, που δεν προέρχεται από μέσα μας («ἔρως ἐπείσακτος διὰ τῶν ὀμμάτων», Πλάτ.)3. εκείνος που προέρχεται από πνευματικό δεσμό, από τη χάρη τού θεού.
Dictionary of Greek. 2013.